Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Σιωπηλή κι ασάλευτη, συντροφεμένη από τους ιππότες της κι όμως μονάχη, στεκότανε παράμερα, τυλιγμένη στα ζαφειρένια πέπλα της σελήνης, η πριγκιπέσα Ιζαμπώ...

Την Πριγκιπέσα Ιζαμπώ την είχα διαβάσει ενώ τέλειωνα το Λύκειο και είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα. Εκπληκτικό μυθιστόρημα. Και ο μύθος και η γλώσσα του. Αυτός ο Αγγελος Τερζάκης  (φωτογραφία) εξακολουθεί να είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Τον γνώρισα κάποτε και μάλιστα είχα πάει και στο σπίτι του όταν έμενε στο Κολωνάκι, στη Στρατιωτικού Συνδέσμου, εκεί αριστερά στην ανηφόρα, απέναντι από του Δοξιάδη. Σπουδαίος άνθρωπος και διανοούμενος. Εγραψε πεζογραφία και θέατρο και δοκίμιο. Εχω σχεδόν όλα τα βιβλία του. Τρέλα με τον Τερζάκη. Και τα λέω αυτά τώρα που ξανάπιασα την Ιζαμπώ, και έχω την εντύπωση ότι πάλι με κρατάει σφιχτά στα χέρια της. Θα σας παραθέσω ένα απόσπασμα από την αρχή του τέταρτου κεφαλαίου:

Δεύτερη ανακάλυψη του κόσμου
Ο ξένος είχε φύγει την ώρα που λαλούσε το ορνίθι της αυγής. Έρημος ήταν ο μεγάλος κάμπος. Στον βουρκωμένο ουρανό, τα νέφια που στράγγισαν ολονυχτίς τη βροχή τους στέκονταν τώρα τεντωμένα κι ασάλευτα, σαν ψόφια. Γύρω όμως, στον ορίζοντα, η φράντζα τους είχε σκάσει, κι από κει ένα φως γαλάζιο, γλιστρούσε λοξά. Το ένιωθες ν' απλώνεται στον αέρα νοτερό, δίχως ν' αγγίζει τη γη. Ο κάμπος ολάκερος ήταν ένα μαύρο βουρκοτόπι. Εδώ εκεί λεπίδες γυαλιστερές τον φολίδωναν, οι λάκοι που γκώσανε από το νερό και το ξέρασαν. Κάποια σκέλεθρα δέντρων, σκόρπια, ξεκόβονταν στο ασημωτό αντίφωτο, φαντάσματα, γνέφοντας έξαλλα με τ' άσαρκα δάχτυλά τους.
Ο ξένος κάλπαζε σκυμμένος στο σβέρκο του φαριού του, με το μάτι καρφωμένο ίσια μπροστά. Έτρωγε τον δρόμο δίχως να τον καλοβλέπει, και μονάχα στο πρόσωπό του ένιωθε κάθε τόσο κεντιές ψιλές, υγρές, σαν από στάλες της νυχτερινής βροχής που είχανε κρεμαστεί στον αέρα, καθυστερημένες. Ο αέρας που σχιζότανε, του σάρωνε τ' αυτιά και του τραβούσε τα μαλλιά πίσω. Άκουγε το μανδύα να πλαταγίζει σαν φλάμπουρο πίσω από τους ώμους του. Κι όλο έφευγε, έφευγε, δίχως ν' αλλάζει ρυθμό ή δρόμο, ίδια σαϊτα που τινάχτηκε από τεζαρισμένη νευρά, και τραβάει ίσια, ολότρεμη από τη λαχτάρα του ιλίγγου.
Ωστόσο το φως δυνάμωνε, η μέρα έπιανε να πλαταίνει. Στο πριν ομοιόμορφο επίπεδο του κάμπου, άρχιζαν να πλάθονται κάποιες μορφές: ένα καλύβι, κάποιοι θάμνοι· μακρύτερα, πέρα, ένα χωριό. Ο καβαλάρης άκουγε την ανάσα του φαριού του να βαραίνει κι όμως δεν έκοβε την τρεχάλα του. Το φανατισμένο μάτι του, που σαϊτευε δίχως παρέκκλιση την απόσταση, είχε μια λάμψη παλαβή, κάτι σαν τρομαγμένη μανία. Πέρασε ίδιος άνεμος το πρώτο χωριό. Με τεντωμένα μπρος πίσω ποδάρια το φαρί του ξύρισε φράχτες, σωρούς, χαλάσματα. Μονάχα αφού ξεπέρασε τα σπίτια και βγήκε πάλι στον ανοιχτό κάμπο, σαν κάτι να θυμήθηκε ο καβαλάρης. Γύρισε το σκυμμένο του κεφάλι πίσω κι έριξε μια ματιά στο χωριό που ξεμάκραινε στον ορίζοντα. Δεν είχε δει ούτε έναν άνθρωπο περνώντας, δεν άκουσε ούτε μια φωνή. Κι όμως η μέρα είχε για καλά φέξει, κι οι χωριάτες ξυπνάνε πάντα πρωί. Κοίταξε πάλι μπροστά, μ' όλο που η απορία έμενε ζωντανή στο νου του. Του φαινότανε τώρα σαν να είχε διαβεί από μέρος κουρσεμένο, νεκρό...
 Το μυθιστόρημα αυτό ο Τερζάκης το δημοσίευσε σε συνέχειες στην εφημερίδα "Καθημερινή" το 1937-1938 και το εξέδωσε σε βιβλίο, αναθεωρημένο, το 1945. Με κύριο πρόσωπο την Ισαβέλλα, η Ιζαμπώ των Βιλλαρδουίνων, πρόσωπο ιστορικό, με κεντρικό γεγονός την κατάληψη του φραγκικού κάστρου της Καλαμάτας το1293 από Έλληνες και Σλάβους χωρικούς, και ιστορικό πλαίσιο την πολυτάραχη εποχή της Φραγκοκρατίας, ο Τερζάκης συνθέτει ένα χρονικό ηρωισμού και αγάπης, τον καιρό των τροβαδούρων, των Σταυροφόρων, των κουρσάρων και των ιπποτών, τον 13ο αιώνα, στο πρώτο ξύπνημα της ψυχής του νέου ελληνισμού.
Για το χρονολόγιο του Αγγελου Τερζάκη ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου